Τι είναι ο τραυλισμός παιδικής ηλικίας
Η ανάπτυξη του λόγου στα παιδιά, παρότι είναι μια φυσιολογική διαδικασία, δεν γίνεται πάντοτε απρόσκοπτα. Πολλά παιδιά μπορεί να παρουσιάσουν περιόδους δυσχέρειας στη ροή της ομιλίας κατά την περίοδο της γλωσσικής ανάπτυξης. Κάποια από αυτά μπορεί να εμφανίσουν ήπιο τραυλισμό, ενώ για κάποια άλλα οι δυσκολίες στη ροή της ομιλίας μπορεί να εξελιχθούν σε σοβαρότατο πρόβλημα.
Τα όρια μεταξύ της φυσιολογικής δυσροής και του τραυλισμού δεν είναι πάντοτε ξεκάθαρα, με αποτέλεσμα να μην είναι σαφές για τους γονείς ή τους παιδιάτρους στους οποίους απευθύνονται, πότε και αν χρειάζεται να παραπέμψουν το παιδί σε λογοπεδικό.
Πολλές λανθασμένες αντιλήψεις και προκαταλήψεις συνοδεύουν ακόμη και σήμερα τον τραυλισμό και η αλήθεια είναι ότι η αιτιολογία του δεν έχει πλήρως κατανοηθεί, καθώς και ότι οι άνθρωποι που τραυλίζουν αποτελούν ένα ετερογενές σύνολο. Υπάρχουν όμως ισχυρές ερευνητικές αποδείξεις που καταδεικνύουν ότι ο τραυλισμός είναι μια σύνθετη διαταραχή που εκδηλώνεται ως συνδυασμός εγγενών και περιβαλλοντικών παραγόντων.
Ο τραυλισμός εκδηλώνεται τυπικά στην περίοδο ταχείας ανάπτυξης του λόγου και της ομιλίας του παιδιού, κατά την οποία το παιδί μεταβαίνει από το στάδιο της χρήσης φράσεων δύο λέξεων στη χρήση πολύπλοκων προτάσεων. Συχνά εμφανίζεται στην ηλικία μεταξύ 2 και 5 ετών, αλλά ορισμένες φορές μπορεί να εμφανιστεί από την ηλικία των 18 μηνών.
Καθώς το παιδί μαθαίνει να μιλά και προσπαθεί να εκφράσει όλο και πιο σύνθετα νοήματα, μπορεί να πυροδοτηθούν δυσροές στην ομιλία με τη μορφή σύντομων επαναλήψεων, δισταγμών και επιμηκύνσεων ήχων, που μπορεί να αποτελούν φυσιολογικές δυσχέρειες ή συμπτώματα αρχόμενου τραυλισμού.
Η έναρξη μπορεί να είναι απότομη ή σταδιακή. Αυτά τα πρώτα σημάδια θα μειωθούν σταδιακά στα περισσότερα παιδιά, ενώ μερικά θα συνεχίσουν να τραυλίζουν. Περίοδοι έντονων δυσροών μπορεί να εναλλάσσονται με περιόδους ύφεσης ή και εξαφάνισης των συμπτωμάτων.
Περίπου 5% των παιδιών προσχολικής ηλικίας θα περάσουν μια φάση δυσχέρειας που μπορεί να διαρκέσει 6 μήνες ή και περισσότερο. Από αυτά, το 70–75% θα ξεπεράσουν τις δυσκολίες τους. Ένα 1% του συνολικού πληθυσμού θα συνεχίσει να αντιμετωπίζει το πρόβλημα.
Αν και αρχικά η αναλογία αγοριών-κοριτσιών είναι περίπου ίση, στην πορεία τα αγόρια είναι 3–4 φορές περισσότερα από τα κορίτσια που συνεχίζουν να τραυλίζουν. Αυτό ενισχύει την άποψη ότι ο τραυλισμός έχει ισχυρή νευροφυσιολογική βάση.
Φαίνεται πως υπάρχει γενετική προδιάθεση, που υπό προϋποθέσεις μπορεί να πυροδοτήσει τραυλισμό. Σε κάποιες περιπτώσεις συνδέεται με εγγενείς εγκεφαλικές βλάβες, αλλά πολλές φορές δεν υπάρχει ούτε κληρονομικότητα ούτε ενδείξεις βλάβης.
Σχεδόν τα μισά παιδιά που τραυλίζουν έχουν συγγενή με ιστορικό τραυλισμού. Το αν αυτός ο συγγενής το ξεπέρασε ή όχι αποτελεί ισχυρό προγνωστικό δείκτη.
Ο τραυλισμός συχνά συνυπάρχει με νευροαναπτυξιακές διαταραχές, όπως το αυτιστικό φάσμα, η ΔΕΠΥ, ή η διαταραχή κινητικού συντονισμού.
Ένα παιδί που μιλά καθαρά και κάνει λίγα λάθη έχει περισσότερες πιθανότητες να ξεπεράσει τον τραυλισμό. Αντίθετα, όταν υπάρχουν αρθρωτικά λάθη, δυσκολία κατανόησης οδηγιών, ή φτωχή περιγραφή εμπειριών, χρειάζεται περισσότερη προσοχή (βλ. «Τι είναι η αναπτυξιακή γλωσσική διαταραχή»).
Παράδοξα, και παιδιά με υψηλές γλωσσικές ικανότητες μπορεί να εμφανίσουν τραυλισμό. Οι αποκλίσεις ή η ανισορροπία στη γλωσσική ανάπτυξη φαίνεται πως ευνοούν την εμφάνιση τραυλισμού.
Γι’ αυτό, είναι σημαντικό να γίνεται συστηματική αξιολόγηση των γλωσσικών δεξιοτήτων.
Ψυχολογικό υπόβαθρο
Η σύνδεση μεταξύ τραυλισμού και ιδιοσυγκρασίας έχει μελετηθεί πολύ τα τελευταία χρόνια. Δεν θεωρείται ότι χαρακτηριστικά προσωπικότητας προκαλούν τον τραυλισμό, αλλά επηρεάζουν την εξέλιξή του.
Χαρακτηριστικά όπως:
- άγχος για τελειότητα,
- υψηλές προσδοκίες,
- παρορμητισμός,
- υπερβολική ευαισθησία,
- δυσκολία προσαρμογής,
φαίνεται ότι σχετίζονται συχνά με παιδιά που τραυλίζουν.
Οι γονείς δεν προκαλούν τον τραυλισμό του παιδιού τους. Ωστόσο, ο τρόπος αντίδρασης και το επικοινωνιακό περιβάλλον μπορούν να επηρεάσουν την ένταση και τη διάρκεια των συμπτωμάτων.
Η οικογένεια μπορεί να γίνει σημαντικός σύμμαχος. Η σωστή ενημέρωση και η υποστήριξη του παιδιού είναι καθοριστικές για την πορεία του τραυλισμού.
Πότε χρειάζεται να παραπέμπεται ένα παιδί σε λογοθεραπευτή
Η πλειονότητα των παιδιών αναρρώνει σε 12–18 μήνες από την έναρξη του τραυλισμού. Όμως, όσο περνά ο χρόνος, μειώνονται οι πιθανότητες φυσικής ανάρρωσης.
Σημάδια που μας ανησυχούν:
- διάρκεια άνω των 6–8 εβδομάδων,
- έντονα συμπτώματα,
- δευτερεύουσες συμπεριφορές (αποστροφή βλέμματος, τικ, συνοδές κινήσεις).
Σε αυτές τις περιπτώσεις συνιστάται αξιολόγηση από εξειδικευμένο λογοθεραπευτή.
Η θεραπεία μπορεί να είναι:
έμμεση , με συμβουλευτική προς τους γονείς, άμεση , με ενίσχυση της αυτοπεποίθησης του παιδιού και εκμάθηση τεχνικών, ή συνδυαστική.
Αν συνυπάρχουν γλωσσικές δυσκολίες ή αναπτυξιακή γλωσσική διαταραχή, ενδέχεται να απαιτείται παράλληλη παρέμβαση.
Η έγκαιρη παραπομπή αυξάνει σημαντικά την αποτελεσματικότητα της θεραπείας. Ακόμη και σε περιπτώσεις μόνιμου τραυλισμού, η παρέμβαση μπορεί να έχει πολύ θετική επίδραση στην αυτοπεποίθηση και τη λειτουργικότητα του παιδιού.
Βιβλιογραφία
Guitar Barry, (2014). Τραυλισμός, Μια ολοκληρωμένη προσέγγιση για τη φύση και τη θεραπεία του, Κωνσταντάρας Ιατρικές εκδόσεις.
Kelman E. & Nicholas A. (2008). Πρακτική παρέμβαση στον πρώιμο παιδικό τραυλισμό, προσέγγιση Palin PCI, μετάφραση-επιμέλεια Ιωάννης Μαρτίνης, εκδ. “Προσέγγιση παιδιού, εφήβου, οικογένειας”.
Veerle Waelkens, (2018). Mini-Kids, Direct therapy for children who stutter, Theory Method Material.
Yairi, E. & Ambrose, N. (2005). Early Childhood Stuttering: For Clinicians By Clinicians, ProEd, Austin, TX.
logopedists.gr – Ενημερωτικά φυλλάδια
Η Παναγιώτα Σκουρογιάννη είναι λογοπεδικός, MA in Language Pathology
