Έχουμε ένα κορίτσι 13 ετών, που σήμερα φοιτά στη Β΄ Γυμνασίου. Από τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού είχε εκδηλώσει κάποιες μαθησιακές δυσκολίες, τις οποίες αποδεχθήκαμε από την αρχή και φροντίσαμε να στηρίζουμε με λογοθεραπείες, εργοθεραπείες και παιδαγωγική υποστήριξη. Όταν ήρθε η ώρα να ξεκινήσει την Α΄ Δημοτικού, την εγγράψαμε σε ένα γνωστό ιδιωτικό σχολείο της Παλλήνης, με την προσδοκία να της προσφέρουμε τα καλύτερα εφόδια. Από την πρώτη επαφή, προτού καν εγγραφεί, ενημερώσαμε το σχολείο για τις μαθησιακές της δυσκολίες και στη συνέχεια κάθε χρόνο προσκομίζαμε τις επίσημες αξιολογήσεις από ιδιωτικούς, αλλά και δημόσιους φορείς (ΚΕΔΑΣΥ). Η επικοινωνία μας με τους δασκάλους υπήρξε διαρκής και σε γενικές γραμμές, ομαλή καθ’ όλη τη διάρκεια του Δημοτικού.
Κι ενώ όλα έδειχναν να κυλούν ομαλά, λίγους μήνες πριν από το τέλος της ΣΤ΄ Δημοτικού – παραμονές Χριστουγέννων – μας κάλεσε ο διευθυντής, παρουσία ακόμα ενός υπαλλήλου του σχολείου. Με τρόπο ψυχρό και άκομψο μας ανακοίνωσε ότι το παιδί μας δεν θα μπορούσε να συνεχίσει στο Γυμνάσιό τους, επειδή – όπως ειπώθηκε – το σχολείο είναι «απαιτητικό» και το παιδί «δεν θα μπορούσε να τα καταφέρει». Χωρίς να μας αφήσουν κανένα περιθώριο επιλογής ή έστω χρόνου να το επεξεργαστούμε, μας απέκλεισαν ακόμη και από την ψηφιακή «Περιοχή Γονέων» στην ιστοσελίδα τους, ώστε να μη μπορούμε να πραγματοποιήσουμε εγγραφή ή να συμμετέχουμε στις συναντήσεις που έκαναν.
«Το πού θα πάει το παιδί δεν είναι δικό μας πρόβλημα. Εσείς πρέπει να βρείτε ένα σχολείο για το παιδί σας».
Για εμάς αυτό αρχικά ήταν ένα σοκ. Βρεθήκαμε στη μέση της χρονιάς να εξηγούμε στο παιδί ότι θα αλλάξει σχολείο – χωρίς να του αποκαλύψουμε πως ουσιαστικά «το διώχνουν» – και παράλληλα να αναζητούμε άλλη λύση, την ώρα που τα περισσότερα Γυμνάσια είχαν ήδη κλείσει τις θέσεις τους. Ακόμη και σε εκείνα που υπήρχε διαθέσιμη θέση, μόλις ανέφερε κανείς τη λέξη «δυσλεξία ή μαθησιακές δυσκολίες», η απάντηση γινόταν αόριστη: «Κάντε αίτηση και θα δούμε». Η αναστάτωση για εμάς ήταν τεράστια.
Δεν παραγνωρίζουμε ότι κάθε ιδιωτικό σχολείο έχει τη δική του πολιτική και το δικαίωμα να επιλέγει τους μαθητές του. Γιατί και αυτό δεν παύει να είναι μια ιδιωτική επιχείρηση. Όμως, αυτό που ζήσαμε ξεπερνά το κέρδος και αγγίζει τα όρια της ηθική. Το να κρατάς ένα παιδί για έξι ολόκληρα χρόνια, να του ζητάς αξιολογήσεις, να συνεργάζεσαι με τους γονείς του και, ξαφνικά, να του κλείνεις την πόρτα, πέντε μήνες πριν τελειώσει το Δημοτικό, δεν είναι απλώς άκομψο. Είναι ανήθικο. Είναι μια πράξη χωρίς ίχνος ευαισθησίας για το παιδί, που σε μια δύσκολη ηλικία ξαφνικά μπορεί να νιώσει ανεπιθύμητο στον ίδιο του τον σχολικό χώρο.
Μοιραζόμαστε αυτή την εμπειρία μαζί σας με την ελπίδα ότι θα ακουστεί εκεί που πρέπει. Όχι για να κοιτάξουμε πίσω, αλλά για να ανοίξει ένας διάλογος. Ίσως έτσι οι γονείς που θα βρεθούν μπροστά σε παρόμοια διλήμματα να είναι καλύτερα προετοιμασμένοι και να αποφευχθούν καταστάσεις που πληγώνουν παιδιά και οικογένειες.
Γιατί πίσω από κάθε τέτοια ιστορία δεν υπάρχει απλώς ένα παιδί με δυσκολίες. Υπάρχει μια παιδική ψυχή που πληγώνεται, μια οικογένεια που δοκιμάζεται και μια κοινωνία που καλείται να επιλέξει αν θα γυρίσει το βλέμμα ή αν θα σταθεί δίπλα και σε αυτά τα παιδιά με σεβασμό.
Μπορείτε να μοιραστείτε μαζί μας τη δική σας προσωπική εμπειρία, στο email ourstories@lifeisforall.gr.
Όλες οι ιστορίες που μας αποστέλλονται παραμένουν ανώνυμες και δημοσιεύονται μόνο με τη συγκατάθεση του /της συγγραφέα.