Ο όρος « αυτισμός » προέρχεται από τον όρο « εαυτισμός », που σημαίνει κλεισμένος στον εαυτό του. Προσδιορίστηκε για πρώτη φορά το 1943 από τον Αμερικανό παιδοψυχίατρο El Kanner.
Είναι σημαντικό να διακρίνουμε τον Αυτισμό από τη Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος (ΔΑΦ), πρώην Asperger.
Ο αυτισμός αφορά τα παιδιά που δεν μπορούν να επικοινωνήσουν, δεν είναι λειτουργικά, και δυστυχώς δεν μπορούν να συνυπάρξουν στην κανονική τάξη στο τυπικό σχολείο. Υπάρχουν σοβαρές διαφορές στην ανατομία του εγκεφάλου τους και στον τρόπο που λειτουργεί το Κεντρικό Εκτελεστικό Σύστημα (ΚΕΣ), για αυτό υπάρχουν ειδικά πλαίσια για τη στήριξη αυτών των παιδιών.
Σε αντίθεση η ΔΑΦ αφορούσε πάντα ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού, το οποίο όμως έμενε αδιάγνωστο ή με λάθος διάγνωση. Οι λέξεις «ακοινώνητος», « μονόχνωτος », «ο εαυτούλης του», «εκκεντρικός», «στον κόσμο του», «ιδιόρρυθμος», χρησίμευαν συχνά για να περιγράψουν τα χαρακτηριστικά, που σήμερα γνωρίζουμε ότι αποτελούν χαρακτηριστικά της ΔΑΦ. Πλέον, γίνεται εγκυρότερη καταγραφή των ιατρικών δεδομένων και υπάρχουν ακριβέστερα διαγνωστικά εργαλεία.
Το 2013 που κυκλοφόρησε το επικαιροποιημένο Διαγνωστικό Εγχειρίδιο DSM-V, το Asperger μετονομάστηκε σε Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος (ΔΑΦ) λόγω του ότι δεν υπάρχουν συγκεκριμένα κριτήρια αξιολόγησης, επειδή τα παιδιά αυτά παρουσιάζουν ένα ευρύ φάσμα ιδιαιτεροτήτων που διαφοροποιείται από παιδί σε παιδί.
Ενσυναίσθηση, σημαίνει πρώτον, να αναγνωρίζω το δικό μου συναίσθημα -τι μου το προκάλεσε και γιατί – και πώς πρέπει να αντιδράσω και να το διαχειριστώ κάτω από τις συνθήκες που μου προκλήθηκε.
Δεύτερον, είναι η ικανότητα να αναγνωρίσω το συναίσθημα του άλλου, να μπορώ να «μαντέψω» τι μπορεί να του το προκάλεσε και γιατί. Μετά να χειριστώ πώς μπορώ εγώ να τον πλαισιώσω, ή πώς να αντιδράσω, ή να διαλέξω να μην εμπλακώ.
…αποσύρεται κοινωνικά, έχει δύσκαμπτη σκέψη και εμμονές. Εμμονές που σταματούν το ίδιο ξαφνικά όπως ξεκίνησαν, και που διαφοροποιούνται, και υπάρχουν και περίοδοι που εξαφανίζονται για κάποιο διάστημα. Μπορεί να έχει μία ανεξήγητη εμμονή με συγκεκριμένα κομμάτια ενός παιχνιδιού αντί για το σύνολο του. Εμμονές σε επαναληπτικές συμπεριφορές, ρουτίνες, κινήσεις, τελετουργίες, χρήση λέξεων, κλπ. Συχνά παραδείγματα είναι να ανοιγοκλείνει την πόρτα (π.χ.)3 φορές πριν μπει η βγει από το δωμάτιο, ή να μετρά τα βήματα του για να μπει στην τάξη, ή να κλείνει το φως και να μετρά μέχρι το (π.χ.)21 για να πάει στο κρεββάτι του, ή πρέπει όλα του τα αυτοκινητάκια, και παπούτσια και μολύβια να είναι ζυγιασμένα σωστά στην γραμμή πριν ξεκινήσει το διάβασμα, κλπ.
Δυσκολεύεται, και δεν μπορεί να διαχειριστεί απρόβλεπτες καταστάσεις, συμπεριφορές, εκπλήξεις, ξαφνικές μετακινήσεις, αλλαγές στο πρόγραμμα, αλλαγές προσώπων, την εκδρομή του σχολείου. Χρειάζεται να εξοικειώνεται με το τι «καινούριο» θα αντιμετωπίσει, και να προετοιμάζεται για την επικείμενη αλλαγή.
Πολλές φορές παρεξηγεί και παρερμηνεύει, γιατί δεν κατανοεί την πρόθεση του άλλου. Δεν κατανοεί το (αθώο) λεκτικό πείραγμα (ευκαιριακό) του συμμαθητή, το αστείο, το λογοπαίγνιο, την ειρωνεία, τις διφορούμενες ή μεταφορικές έννοιες (π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, έσκασε από το κακό του, έλιωσε από τον καημό της, κλπ), ή πολυσημία λέξεων (π.χ. ‘ουρά’ – μπορεί να είναι ζώου, του νυφικού, του αεροπλάνου, η ουρά στο ταμείο, η ουρά του χαρταετού..…) ή τις αφηρημένες τοποθετήσεις. Δυσκολεύεται να επικοινωνήσει το συναίσθημά του, αλλά και να καταλάβει το συναίσθημα του άλλου, και φέρεται παράλογα. Επιπλέον, του είναι δύσκολο να καταλάβει τις προθέσεις των συμμαθητών του, δεν ξέρει πως να τους πλησιάσει, τι να πει, πως να συμμετέχει σε ένα διάλογο. Μπορεί δηλαδή να έχει δυσκολία και στη λεκτική επικοινωνία. Μπορεί να κάνει περίεργες γκριμάτσες, χειρονομίες, κινήσεις ή να αποφεύγει τη βλεμματική επαφή.
Του είναι δύσκολο, και δεν μπορεί να μοιραστεί παιχνίδια και ασχολίες, να συνεργαστεί συμπληρωματικά σε κάποια άσκηση, και δυσκολεύεται να ακολουθήσει ή να συμμετάσχει στο ενδιαφέρον (είτε αυτό αφορά παιχνίδι ή συναίσθημα) των άλλων παιδιών. Μπορεί να δείχνει πλήρη αδιαφορία στο τι κάνουν και τι λένε οι συνομήλικοί του.
Στο σχολείο μπορεί να είναι μαθητής υψηλής λειτουργικότητας, μπορεί να είναι πολύ καλός σε κάποιο συγκεκριμένο μάθημα και να έχει πολύ χαμηλές επιδόσεις σε κάποια άλλα. Σχεδόν πάντα αντιμετωπίζει μέτρια προς σοβαρά προβλήματα στην κοινωνικοποίηση του – σε επίπεδο αλληλεπίδρασης (κοινωνικο-γνωστικό έλλειμα). Δυσκολεύεται δηλαδή να βρει πώς θα ξεκινήσει ένας διάλογος, πώς θα ακολουθήσει μια συζήτηση και πώς θα συμμετέχει σε αυτήν, ακούγοντας την εξέλιξη του θέματος και προσθέτοντας, ή επιχειρηματολογώντας, ή προβάλλοντας μια διαφορετική τοποθέτηση, διότι δυσκολεύεται να δεχθεί/επεξεργαστεί τη διαφορετική (από τη δική του) άποψη.
Η ΔΑΦ είναι στην πραγματικότητα πρόβλημα στην κοινωνικογνωστική λειτουργία, δηλαδή στην ικανότητα του παιδιού σε ό,τι σχετίζεται με την επικοινωνία με τους άλλους, σε επίπεδο λόγου, συναισθήματος και γενικά αλληλεπίδρασης.
Η φαινομενική έλλειψη ενσυναίσθησης συχνά δημιουργεί στο παιδί με ΔΑΦ κοινωνικά προβλήματα. Εξαιτίας της αδυναμίας του να μπει στη θέση του άλλου, μπορεί να προκύπτουν παρεξηγήσεις με τα άλλα παιδιά, ή ακόμα και να εμπλέκεται το ίδιο σε καυγάδες. Σε αντίθεση με αυτήν την μέχρι σήμερα τοποθέτηση, υπάρχουν πρόσφατες έρευνες που επιβεβαιώνουν ότι τα άτομα αυτά έχουν δυνατά συναισθήματα, βιώνουν τόσο την αγάπη, όσο και τη λύπη, δεν μπορούν όμως να επικοινωνήσουν αυτά τα συναισθήματα με τον τρόπο που οι άλλοι τα επικοινωνούν.
Προκειμένου να μετριαστούν αυτά τα φαινόμενα είναι αναγκαία η εκπαίδευση αυτών των παιδιών στις κοινωνικογνωστικές δεξιότητες από πολύ μικρή ηλικία, όπως και απαραίτητη η συμβουλευτική των γονιών και η σωστή ενημέρωση των ανθρώπων φροντίδας και των εκπαιδευτικών στο σχολείο.
Απαραίτητη είναι και η διάγνωση από πολύ μικρή ηλικία (από μηνών) – να το δει, και να το παρακολουθεί ο Αναπτυξιακός Παιδίατρος. Στην πορεία καθίσταται αναγκαία και η συμβολή του Παιδοψυχίατρου.
Είναι συχνή η συννοσυρότητα (η συνύπαρξη) με άλλες αναπτυξιακές διαταραχές, και γι αυτό είναι απαραίτητη η διεπιστημονική διάγνωση. Αυτό οφείλεται στο ότι πολλές φορές, χαρακτηριστικό της ΔΑΦ είναι και οι δυσκολίες λόγου (είτε στην πρόσληψη, είτε στην εκφορά), οπότε είναι απαραίτητη η λογοθεραπεία, ιδανικά στα πλαίσια μιας ομάδας, ούτως ώστε να δουλευτούν και να αναπτυχθούν οι κοινωνικές δεξιότητες, όπως ο διάλογος, η ακρόαση, η συμμετοχή, η ανταλλαγή, η αλληλεπίδραση, οι παύσεις.
Απαραίτητη πολλές φορές είναι και η εργοθεραπεία για την ανάπτυξη της λειτουργικότητας και της αυτονομίας, με αντικείμενο τόσο τη ζωή στο σπίτι όσο και μέσα στην τάξη και την ευρύτερη κοινωνία. Τα συμπτώματα μπορεί να είναι ήπια, μέτρια ή πολύ σοβαρά.
Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι σε αντίθεση με όσα κατά καιρούς κυκλοφορούν ως φήμες, ούτε η κακή διαπαιδαγώγηση, ούτε τα εμβόλια μπορούν να προκαλέσουν ΔΑΦ.