τι είναι η

Αναπτυξιακή Γλωσσική Διαταραχή

Η Αναπτυξιακή Γλωσσική Διαταραχή (ΑΓΔ) είναι η μόνη διαταραχή που ξεκινά με συννοσηρότητα, καθώς τα προβλήματα λόγου σχετίζονται πολύ συχνά και με άλλες νευροαναπτυξιακές διαταραχές, που έχουν να κάνουν με τις Ειδικές Μαθησιακές Δυσκολίες, όπως τη Δυσλεξία, την Ελλειμματική Προσοχή κι Υπερκινητικότητα (ΕΠΥ), τη Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος (ΔΑΦ), και την Αναπτυξιακή Διαταραχή Κινητικού Συντονισμού (ΑΔΚΣ).

Αφορά δηλαδή προβλήματα στη λεκτική επικοινωνία (πρόσληψη και εκφορά).

Τα προβλήματα λόγου, με μία πολύ απλουστευμένη προσέγγιση, χωρίζονται σε δύο άξονες:

την επιφανειακή δομή του λόγου (την κωδικοποίηση και αποκωδικοποίηση της γλώσσας)

τη βαθιά δομή του λόγου (τη νοηματική και σημασιολογική διάσταση της γλώσσας)

προβλήματα στην άρθρωση/ επιφανειακή δομή του λόγου

Είναι το παιδί που δεν μπορεί να προφέρει κάποια σύμφωνα, ή ακόμα και φωνήεντα σωστά. Μπερδεύει το φ με το θ ή με το β (λέει θωλιά αντί φωλιά, θίφα αντί βίδα), το ρ με το λ (λέει τλέχει αντί τρέχει), κάνει αντιπαράθεση των συλλαβών, (λέει σαλαθα αντί θάλασσα, τζιμαμα αντί πιτζάμα) το δ με το κ (λέει ο κράκος δρωει, αντί ο δράκος τρώει) κλπ. Οι αντικαταστάσεις, αντιπαραθέσεις και η άρθρωση των φωνημάτων διαφοροποιούνται από παιδί σε παιδί.
Τα περισσότερα παιδάκια ξεκινούν με τέτοιου είδους ‘χαριτωμένα’ χαρακτηριστικά στον λόγο τους. Ο γονιός πρέπει να παρακολουθεί την εξέλιξη του προφορικού λόγου του παιδιού – πότε ξεκινά να λέει τις πρώτες λέξεις και πώς τις προφέρει. Αν δεν τις αρθρώνει σωστά δεν το διορθώνουμε, απλά επαναλαμβάνουμε αυτό που μας είπε, αλλά σωστά, ως ερώτημα.

Στην ηλικία των 2,5 χρόνων μπορούμε να ρωτήσουμε κάποιον έμπειρο Λογοπεδικό/Λογοθεραπευτή, αν θα πρέπει να γίνει κάτι για να βοηθηθεί σωστά και εστιασμένα στις δυσκολίες του, που αφορούν στην άρθρωση. Συχνά ο λόγος παιδιών με τέτοιου είδους ιδιομορφίες στην άρθρωση, γίνεται δυσνόητος και δυσκατάληπτος, με αποτέλεσμα τα παιδιά να δέχονται συνέχεια διορθώσεις ή να γίνονται αντικείμενο κοροϊδίας. Έτσι καταλήγουν να αποφεύγουν να ρωτούν στις ηλικίες που χρειάζεται να ρωτούν, για να λάβουν τις σωστές απαντήσεις στις απορίες τους, ή και να σταματούν να μιλούν.

Αυτή η διαταραχή μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στην επικοινωνία, στην κοινωνικοποίηση και στη σχολική επίδοση. Σύμφωνα με το DSM-V(2013) ο λόγος ενός παιδιού πρέπει να έχει γίνει κατανοητός ως την ηλικία των 4 ετών. Είναι σημαντικό να έχει γίνει η διάγνωση πριν από την έναρξη του σχολείου, ούτως ώστε να αποφευχθούν και οι συναισθηματικές επιπτώσεις.

Ο Λογοπεδικός/Λογοθεραπευτής πρέπει να διερευνήσει αν υπάρχει διγλωσσία στην οικογένεια και ποια είναι η γλώσσα αναφοράς (η μητρική γλώσσα, η γλώσσα που σκέφτεται, η γλώσσα του συναισθήματος, η αυθόρμητη γλώσσα επικοινωνίας) του παιδιού. Επιπλέον πρέπει να διερευνήσει αν οι δυσκολίες αφορούν μόνο την άρθρωση και αν το παιδί μπορεί να χρησιμοποιήσει σωστά το στόμα του. Δηλαδή την ανατομία του στόματος, όπως τα χείλη, τα δόντια, το σαγόνι, τη γλώσσα, τον ουρανίσκο και τις αναπνοές του. Συνήθως, τα παιδιά, που έχουν πρόβλημα στην άρθρωση, μπορούν να παρουσιάσουν προβλήματα και στη φωνολογική συνειδητότητα με την έναρξη του σχολείου.
Συχνά, η μορφή της ΑΓΔ, που αφορά στην επιφανειακή δομή του λόγου, μπορεί να έχει επιπτώσεις στη γραφή και ανάγνωση – που αφορά τον συσχετισμό του φωνήματος με το γράφημα (δηλαδή αυτό που ακούει με αυτό που γράφει) και που περιγράφεται από τους Λογοπεδικούς σαν τη γραφο-φωνημική συνειδητότητα.

προβλήματα στη νοηματική και σημασιολογική διάσταση του λόγου/ βαθειά δομή του λόγου

Είναι το παιδί που δυσκολεύεται να περιγράψει μία βιωματική εμπειρία, μία εικόνα, ένα έργο που είδε. Δυσκολεύεται να ονομάσει το αντικείμενο που βλέπει, δυσκολεύεται να βρει τη σωστή λέξη σε κάτι που θέλει να περιγράψει ή να ζητήσει. Γενικά παρουσιάζει πολύ περιορισμένο λεξιλόγιο για την ηλικία του και τάξη που παρακολουθεί. Συγκεκριμένα, παρατηρείται δυσκολία στο να περιγράψει την εκδρομή που πήγαν με το νηπιαγωγείο, ή το παιδικό πάρτι που πήγε, ποια παιχνίδια έπαιξε, με ποια παιδάκια, πώς ήταν η τούρτα, ποιος γιόρταζε, τι του άρεσε.

Είναι το παιδί που στη σχολική ηλικία, δυσκολεύεται να περιγράψει τη μέρα του, γιατί τον μάλωσε η δασκάλα, διότι το μόνο που κατάλαβε ήταν ότι τον μάλωσε! Δεν ξέρει από πού να αρχίσει για να περιγράψει την επίσκεψη στο μουσείο με τη σωστή σειρά των γεγονότων, ή να δώσει μια γενική εικόνα της επίσκεψης – ποιός ήταν ο στόχος, τι είδαν, τι τους εξήγησαν, τι αφορούσε, τι του έκανε εντύπωση σε σχέση με αυτά που τους εξήγησαν, κλπ.

Ίσως να μην μπορεί να καταλάβει γιατί πήγαν στο μουσείο, και τι σήμαιναν όλα αυτά που είδε και να δίνει τις δικές του εξηγήσεις. Μπορεί να κατάλαβε λάθος όλες τις πληροφορίες που δόθηκαν, ίσως να μην μπόρεσε να συσχετίσει αυτά που έβλεπε με αυτά που άκουγε. Επίσης, να δει μια ταινία και να μην μπορεί να πει το κεντρικό θέμα της ιστορίας, ή πώς εξελίχθηκε.

Είναι το παιδί που δυσκολεύεται να βρει τις σωστές λέξεις, δυσκολεύεται να οργανώσει συντακτικά σωστά τις προτάσεις του, ή μπορεί να χρησιμοποιεί λάθος λέξεις, που μοιάζουν ηχητικά.

Είναι το παιδί που μπορεί να κατανοεί αυτά που ακούει στην κυριολεκτική τους διάσταση, με αποτέλεσμα οι ερωτήσεις του – προπάντων μέσα στην τάξη, να θεωρούνται ‘κοροϊδία’ από τον εκπαιδευτικό. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και στις συζητήσεις μέσα στην παρέα, όπου το παιδί να ερμήνευσε στην κυριολεξία όσα ειπώθηκαν και να αντιδρά επιθετικά, ή να γελά, ενώ ήταν κάτι τραγικό. Επιπλέον, δεν κατανοούν τη διφορούμενη σημασία των λέξεων, την περίτεχνη γλώσσα (π.χ. ‘με τα βελούδινα φτερά τους οι γλάροι χάιδευαν το γαλάζιο απέραντο πέπλο της ήρεμης θάλασσας’), τις αφηρημένες και σύνθετες έννοιες, όπως είναι στα ποιήματα και στη λογοτεχνία.

Σαν αποτέλεσμα, αυτά τα παιδιά παρεξηγούν και παρεξηγούνται, όχι μόνο από τους φίλους τους, αλλά και από τους γονείς τους και φυσικά από τους εκπαιδευτικούς και το προσωπικό του σχολείου. Ξεκινά το bullying, δημιουργούνται ρήξεις, κλίκες, κατηγορεί το παιδί τους φίλους του και τις αντιδράσεις τους, που το ίδιο το παιδί δεν συνειδητοποιεί ότι μπορεί να προκάλεσε. Το ίδιο μπορεί να συμβεί όμως και στην αντίδραση και τοποθέτηση των άλλων παιδιών.

Αυτή η διάσταση της ΑΓΔ αφορά τη νοηματική, εννοιολογική και σημασιολογική διάσταση του λόγου. Επηρεάζεται από τις επιτελικές λειτουργίες του εγκεφάλου: την προσοχή, το εύρος συγκέντρωσης, την ταχύτητα, τη μνήμη, τη λεκτική σειρά (δηλαδή τη σύνταξη του λόγου) και τη δομή, που αφορά στην αλληλουχία της πληροφορίας.

Για τους εκπαιδευτικούς, η εικόνα που προβάλλουν οι μαθητές με ΑΓΔ στη βαθιά δομή του λόγου είναι αυτή του αδιάφορου, αμέτοχου μαθητή, ή ακόμα εκείνου με την αντιδραστική κι επιθετική συμπεριφορά, ή πάλι αυτού που δεν προσέχει και καταλαβαίνει άλλα αντ’ άλλων. Με αυτόν τον τρόπο παιδιά και έφηβοι, καμουφλάρουν τη δυσκολία τους στην κατανόηση αυτών που ακούν και διαβάζουν, και στη δυσκολία τους να απαντήσουν, και αντ΄ αυτού οργανώσουν και να αντιπροτείνουν μια πρόταση ή διαφορετικού περιεχομένου απάντηση.

Το άγχος, η χαμηλή αυτοεικόνα και αυτοπεποίθηση αυτών των παιδιών αρχίζουν να γίνονται εμφανή με την έναρξη της σχολικής θητείας. Το μέγιστο πρόβλημα είναι ότι αυτή η ιδιαιτερότητα δεν γίνεται εύκολα αντιληπτή ούτε από τους γονείς, αλλά δυστυχώς, ούτε από τους εκπαιδευτικούς όλων των βαθμίδων. Πολύ λίγοι ευαισθητοποιημένοι εκπαιδευτικοί κρούουν τον κώδωνα, και δυστυχώς τις περισσότερες φορές πολύ αργά, όταν το παιδί έχει πλέον φθάσει στο Γυμνάσιο ή ακόμη και στο Λύκειο.

Συχνά αυτά τα παιδιά διαγιγνώσκονται εσφαλμένα με ΕΠΥ (προβλήματα προσοχής και εύρος συγκέντρωσης, ή/και έντονη κινητικότητα θέσης) διότι έχουν μάθει από πολύ νωρίς να καλύπτουν τις δυσκολίες τους (που στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουν ότι έχουν). Γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικό ο Παιδοψυχίατρος να έχει στα χέρια του τα αποτελέσματα του τεστ νοημοσύνης (IQ- WISC-V) και την σωστά εμπεριστατωμένη Μαθησιακή Αξιολόγηση ώστε να μπορεί να διακρίνει τις λεπτές διαφορές που παρουσιάζουν τα παιδιά με ΑΓΔ στην πρόσληψη και εκφορά του λόγου από αυτά που έχουν ΕΠΥ με προεξέχοντες τύπους τη διάσπαση προσοχής, ή την υπερκινητικότητα. Μεγάλη σημασία πρέπει να δοθεί επίσης και στη ψυχοσυναισθηματική κατάσταση αυτών των παιδιών και εφήβων, γιατί το άγχος μπορεί να εξελιχθεί σε παραίτηση, απόσυρση, επιθετικότητα, ή παραβατική συμπεριφορά.

Για τη σωστή διαγνωστική διαδικασία προτείνεται πάντα η διεπιστημονική διάγνωση. Δηλαδή είναι απαραίτητο να ελεγχθεί το νοητικό δυναμικό του παιδιού (IQ), να ελεγχθεί το ψυχοσυναισθηματικό προφίλ του παιδιού από Κλινικό Παιδοψυχολόγο (όχι οποιονδήποτε Ψυχολόγο) και ανάλογα με την ηλικία του παιδιού να γίνει και μαθησιακή αξιολόγηση. Στην περίπτωση που το παιδάκι είναι ακόμη στην προσχολική ηλικία, θα πρέπει να το δει εξάπαντως Λογοπεδικός και Παιδαγωγός-Ψυχολόγος με ειδικότητα στις προσχολικές ηλικίες.

η υποστήριξη είναι για όλους